καταγγείλω

καταγγείλω
κατᾱγγείλω , καταγγέλλω
announce
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
καταγγέλλω
announce
aor subj act 1st sg
καταγγέλλω
announce
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • καταγγέλλω — (AM καταγγέλλω) κατηγορώ («δοῡλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.) νεοελλ. 1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη 2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση») 3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”